ἀναμεμιγμένων

ἀναμεμιγμένων
ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem gen pl
ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc/neut gen pl
ἀναμεμῑγμένων , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem gen pl
ἀναμεμῑγμένων , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc/neut gen pl
ἀναμεμῑγμένων , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem gen pl
ἀναμεμῑγμένων , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοπρανουρία — η η αποβολή διά μέσου τής ουρήθρας κοπρανωδών ουσιών αναμεμιγμένων με τα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. fecaluria < fecal , που αποδίδεται ως κοπραν (< κόπρανο), + uria… …   Dictionary of Greek

  • στικτογραφία — η, Ν τεχνοτροπία που υιοθετήθηκε από τους νεοεμπρεσιονιστές και συνίσταται στην παράθεση, πάνω στην επιφάνεια τού πίνακα, μικρών κουκκίδων, στιγμάτων, καθαρού χρώματος προκειμένου να επιτευχθεί οπτική ανάμιξη αντί τής χρησιμοποίησης αναμεμιγμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”